κοπιάρισμα

κοπιάρισμα
το, -ατος
1. λήψη αντιγράφων ενός κειμένου με μηχάνημα, αντιγραφή.
2. απομίμηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοπιάρισμα — το [κοπιάρω] 1. η λήψη αντιγράφων ή αντιτύπων από ένα πρωτότυπο κείμενο ή από άλλο αντικείμενο 2. απομίμηση, πιστή αντιγραφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”